αἴλινα

αἴλινα
αἴλινον
neut nom/voc/acc pl
αἴλινος
cry of anguish
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αίλινος — αἴλινος, ο (Α) 1. άγρια θρηνητική κραυγή, πένθιμο τραγούδι, μοιρολόι 2. ως επίθ. αἴλινος ον θρηνητικός, γοερός 3. (ο πληθ. ουδ. ως επίρρ.) αἴλινα γοερά, λυπητερά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη περί προελεύσεως τής λ. απο τη φράση «αἶ Λίνον»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”